- εμβρυοκτόνος
- -ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβρυοκτόνος — α, ο 1. που σκοτώνει έμβρυο (είτε όσο αυτό βρίσκεται στη μήτρα είτε στον τοκετό). 2. βρεφοκτόνος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβρυοφθόρος — ο ο εμβρυοκτόνος … Dictionary of Greek
εμβρυοφθόρος — α, ο που φθείρει (σκοτώνει, καταστρέφει) το έμβρυο, ο εμβρυοκτόνος: Εμβρυοφθόρα φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)